Δεν αποδέχομαι το δόγμα του μοιραίου τέλους,
Απ’ τον τροχό της μοίρας μου μπορώ να ξεπηδήσω.
Δεν αγαπώ την κάθε εποχή του έτους
Εάν δεν έχω διάθεση να σιγοτραγουδήσω.
Αντιπαθώ του κυνισμού την ψυχραιμία
Κι όταν ενθουσιάζονται προσποιητά.
Μ’ ενοχλεί η περιέργεια του ξένου
Όταν πίσω απ’ την πλάτη μου κρυφοκοιτά.
Δε μου αρέσει, όταν κομματιάζουν το ακέραιο
Η την κουβέντα μου διακόπτουν ξαφνικά.
Μισώ όποτε ύπουλα στην πλάτη με χτυπούνε
Και τους βρωμόψυχους όταν φορούν τα παστρικά.
Σιχαίνομαι τους σπερμολόγους με μορφή ερμηνευτών
Και τ’ αγαθά της ψεύτικής φιλίας,
Φοβάμαι τα σκυλιά τα μουλωχτά
Κι όταν με τρώνε τα σκουλήκια της αμφιβολίας.
Δε συμπαθώ τη βεβαιότητα χορτάτη,
Μπορεί να γίνω έξω φρενών.
Δε μου αρέσει η τιμή όταν ξεχνιέται
Κι όταν δοξολογούν τον ζωντανό.
Όποτε βλέπω άνθρωπο με τα φτερά σπασμένα
Δεν έχω οίκτο και αγανακτώ.
Δε δέχομαι τη βία, ούτε την δειλία
Δέχομαι μόνο τον σταυρωμένο τον Χριστό.
Μισώ τον εαυτό μου όταν καμιά φορά φοβάμαι,
Οργίζομαι, όταν τους αθώους χτυπούν.
Δε μου αρέσει να εισδύουν στην ψυχή μου
Κι όταν οι άμυαλοι μου βάζούνε μυαλό.
Δεν αγαπώ τις αίθουσες και τις οθόνες
Όπου τη θεία έμπνευση αλλάζουν με δραχμές,
Αν και στη γη μας θα προκύψουν αλλαγές μεγάλες
Εγώ, όλα αυτά, δεν πρόκειται να τα δεχτώ.
|