Δίπλα σε λιωμένα κεριά, Με καμπουριασμένες ράχες,
Με σώματα Γεμάτα εκδορές,
Παιδιά του βιβλίου Ποθούσαν για μάχες,
Και έπλητταν απ’ τις μικρές Τους συμφορές.
Συνεχώς τα παιδιά δυσφορεί
Του σπιτιού η ζωή και η ηλικία,
Για το δίκαιο δερνόμασταν ως τιμωροί,
Και η αρένα μας η συνοικία.
Στον κόσμο μας βυθούσαμε
Στήνοντας ομάδες,
Βιβλία καταβροχθούσαμαι
Μεθώντας από της αράδες.
Όνειρα τρελά Ζωής μεγάλης,
Η δίψα για απρόοπτο Υπεράνω μας.
Τα κεφάλια μας ζάλιζε Το άρωμα πάλης,
Από τις κίτρινες σελίδες Ορμούσε πάνω μας.
Και προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε
Εμείς που δεν γνωρίσαμε πολέμους,
Γιατί το έλεος να αγνοήσουμε;
Και ποιος τους σπέρνει τους ανέμους;
Το μυστικό της λέξης «διαταγή»,
Της επιθέσεις το νόημα,
Του φόβου την πηγή,
Και των φωτοβολίδων το επινόημα.
Μες στα καζάνια που έβραζαν, Των προηγούμενων μαχών,
Τόση τροφή Για τα μυαλά μας αντικρίζαμε.
Και στα παιχνίδια παιδικά Στους ρόλους των δειλών και προδοτών,
Τους δικούς μας εχθρούς Διορίζαμε.
Και τα ίχνη των κακών
Να χαθούν δεν αφήναμε,
Των υποθέσεων καρδιακών
Την παραφορά εγκρίναμε.
Ηγούσαμε στρατιές και στόλους
Και τον λόγο μας φυλάγαμε,
Για τους ηρώων ρόλους
Τους εαυτούς μας προάγαμε.
Αλλά στις φαντασίες δε μπορείς Εντελώς να φύγεις,
Μικρή ζωή έχουν οι διασκεδάσεις, Τόση οδύνη γύρω!
Προσπάθησε τις παλάμες Των νεκρών ν’ ανοίγεις,
Και το όπλο να πάρεις. Σε διεγείρω!
Δοκίμασε αρπάζοντας
Το δίκοπο σπαθί,
Την πανοπλία βάζοντας,
Και δείξε, τι αξίζεις, τι ποθείς!
Θα καταλάβεις αν είσαι δειλός
Ή της μοίρας ο εκλεκτός,
Τον εαυτό σου δοκίμασε,
Για μάχη αληθινή προετοίμασε.
Κι όταν δίπλα σου πέφτει Λαβωμένος ο φίλος,
Και για πρώτο χαμό Θα ουρλιάζεις θρηνώντας.
Και τον δρόμο θα χάσεις Και στου κρημνού το χείλος,
Θα βρεθείς Τριγυρνώντας.
Τον εαυτό σου μην αφήνεις λάσκα
Μπροστά στην σπείρα συμφερόντων,
Τα πρόσωπα τους μάσκα
Με χαμόγελο κυνοδόντων.
Το κακό και το ψέμα τους
Με μούρη άγρια!
Και πάντα πίσω τους
Φέρετρα μακάβρια.
Αν τον δρόμο ανοίγοντας Με σπαθί και μιλιά,
Τη σπουδαία πορεία Συνεχίζεις... Εμπρός!
Αν κερδίζεις τη μάχη Με μια πινελιά,
Χρήσιμα βιβλία Διάβαζες μικρός.
Εάν σε έπιανε η μιζέρια
Και δεν έβλεπες ίχνη καλού,
Εάν με σταυρωμένα χέρια
Παρακολουθούσες αφ’ υψηλού.
Εάν στη μάχη δεν μπήκες,
Απ’ το κλουβί του σκλάβου δεν βγήκες,
Και το όπλο σου σκούριασε στις οπλοθήκες,
Τότε έμεινες ένα ανθρωπάκι Που δεν γνώρισε νίκες!
|