Γιατί όλα ειν’ αλλιώς; Αφού τα πάντα είναι σταθερά:
Η ίδια λιμνούλα όπου κοάζει το βατράχι,
Το ίδιο δάσος, ο αέρας, τα ίδια τα νερά
Μόνο που εκείνος δεν γύρισε από την μάχη.
Το δίκαιο ψάχναμε με πάθος και ορμή
Της φιλονικίας οι μονομάχοι,
Νιώθω την απουσία του απ’ τη στιγμή,
Όποτε δεν γύρισε από την μάχη.
Εκείνος σιγοτραγουδώντας δεν κρατούσε τον ρυθμό,
Και δεν μιλούσε σαν οι άλλοι πεζομάχοι,
Συχνά έχανε των σκέψεων τον ειρμό
Και χθες δεν γύρισε από την μάχη.
Είναι πολύ μεγάλο το κενό και η ματιά
Ψάχνει κατά την επίθεση, την δική του ράχη...
Για μένα, σαν αέρας έσβησε τη φωτιά,
Όταν εκείνος δεν γύρισε από την μάχη.
Αυγή. Η ψυχή μου δεν αποδέχεται την αλλαγή,
Και ρώτησα, γνωρίζοντας πως σίγουρα θα ‘χει:
«Ένα τσιγάρο, φίλε μου;» Και η απάντηση, σιγή,
Ξέχασα, ότι δεν γύρισε από την μάχη.
Δε μας εγκαταλείπουν μες στη συμφορά
Οι πεσόντες μας καλύπτουν απ’ τις σφαίρες-χαλάζια,
Αντανακλά ο ουρανός το δάσος σαν μέσα στα νερά
Και τα δέντρα στέκονται γαλάζια.
Η φιλία με το χώρο και τον χρόνο δένεται,
Πάντα ήμασταν δίπλα, σαν δίδυμοι βράχοι.
Όλα τώρα για έναν, μόνο μου φαίνεται,
Ότι εγώ δεν γύρισα από την μάχη.
|