Στον Μπ. Οκουντζάβα
Την τρυφερή την Αλήθεια που όμορφα ρούχα φορούσε,
Και στις πλατιές για την φιλαλήθεια λαλούσε,
Στην παγίδα παρέσυρε η βρωμιάρα-Ψευτιά,
Προσφέροντας ένα κρεβάτι για την νυχτιά.
Η ευκολόπιστη Αλήθεια ατάραχη κοιμήθηκε
Και σάλιαζε στον ύπνο και χαμογελούσε.
Η ύπουλη Ψευτιά κι αυτή λαγοκοιμήθηκε,
Μετά σηκώνοντας, «πουτάνα» την αποκαλούσε.
Στραβομουτσούνιασε - απορώντας - την Αλήθεια ηλίθια:
Προς τι οι ύμνοι; Είναι παλιογυναίκα απ’ τις κοινές!
Ανύπαρκτη η διαφορά μες στην Ψευτιά και την Αλήθεια
Εάν βεβαίως και οι δυο είναι γυμνές.
Μετά την πασάλειψε με την καπνιά από το τζάκι,
Την έγδυσε και φόρεσε τα ρούχα της ωραία,
Πήρε τα έγγραφα, το πουγκί, ακόμη και το ρολογάκι,
Την έφτυσε φεύγοντας, και την έβρισε χυδαία.
Μόνο το πρωί αποκάλυψε η Αλήθεια τη χασούρα
Και τον εαυτό της εξέτασε σοκαρισμένη.
Τη γύμνια της έκρυψε με μια πατσαβούρα
Και βγήκε στους δρόμους από την αδικία μουδιασμένη.
Η Αλήθεια γελόκλαιε όποτε την λιθοβολούσαν,
«Η Ψευτιά! Η Ψευτιά τα ρούχα μου φοράει!»
Δυο ένστολη την παράβαση πρωτοκολλούσαν
Και απαγόρευσαν στο τσιφλίκι τους να τριγυρνάει.
Έριχναν λάσπη, την έλεγαν «βρόμα»,
Έλυναν σκύλο επάνω της για να ορμήσει,
Άπλωνε χέρι, δεν είχε να βάζει στο στόμα,
Σάμπως πάνω της έπεσαν η ανατολή και η δύση.
Την πήγανε στα δικαστήρια για την απείθεια
Και της επέβαλαν εξαγοράσιμη ποινή,
Τάχα κάποια λέρα ονομάζεται Αλήθεια,
Ενώ ήταν μπεκρού, και κατάντησε γυμνή.
Η καθαρή Αλήθεια ορκιζόταν, έχυνε δάκρυα πελάγη,
Επί πολύ περιπλανιόταν άρρωστη, είχε ανάγκη λεφτά.
Η βρώμικη Ψευτιά το καθαρόαιμο άτι είχε απάγει
Και έφυγε καλπάζοντας καβαλικευτά.
Ως τώρα μάχεται κάποιος αλλόκοτος για την Αλήθεια,
Μα η Αλήθεια του ούτε αξίζει πεντάρα:
«Με τον καιρό θα θριαμβεύσει η πρόδηλη Αλήθεια!»
Βεβαίως! αν θα πράττει όσα κάνει η Ψευτιά-ζηλιάρα.
Βγαίνοντας έξω, τους φόβους σου να διασκεδάζεις,
Δεν ξέρεις που θα ξυπνάς την άγρια χαραματιά,
Μπορεί γυμνός ένα χαντάκι να «νοικιάζεις»,
Ενώ το παντελόνι σου φοράει η ύπουλη Ψευτιά.
Ενώ κοιτάει το ρολόι σου η ύπουλη Ψευτιά.
Ενώ το άτι σου οδηγάει η ύπουλη Ψευτιά.
|