Φοδραρισμένος ο κολλαριστός γιακάς
Και το χιτώνιο ερμητικά κουμπωμένο,
Ιδού τη σκανδάλη ακουμπάει ο θανατάς,
Του ταγματάρχη το δάχτυλο εκβιασμένο.
Έφθασε η ώρα! Μπροστά μόνο ζωή-φρίκη...
Στιγμή χωρίζει από τον λυτρωμό ολοκληρωμένο.
Ο! Πόσο σύντομη η διαδρομή από τη θήκη
Μέχρι τον κρόταφο τον ξυρισμένο.
Χλωμό πρόσωπο με χαμόγελο σαρδόνιο
Περιμένει του σμπάρου τον τρομόηχο,
Κι ο θάνατος προσηλωμένος απ το στόμιο
Πάνω στον κρόταφο άτριχο.
Φαινόταν από το πλάι, τον ματιών η φλόγα,
Και δίπλα κάτι δονούσε κι λυσσομανούσε:
Στον κρόταφο το αίμα μες στην φλέβα
Πάλλονταν, δηλαδή... διαφωνούσε.
Και πριν να ορμήσει και τσαλακώσει το αίμα
Μες στο μυαλό η μολυβένια μπιλίτσα,
’ξαφνα κόλλησε ο θάνατος με περιέργεια στο βλέμμα
Πάνω στην ελεεινή λυσσασμένη φλεβίτσα.
Καθυστέρησε ο θάνατος και έχασε...
Και αναγκάστηκε πίσω στη θήκη να μπει.
Έτσι ο θάνατος τόσο κοντά έφτασε
Στην εκ γενετής τη μισητή ζωή.
|