Το πειρατικό μας όργωνε τον ωκεανό για πέμπτη χρονιά,
Στις μάχες και φουρτούνες γνωρίσαμε χαρές και λύπες.
Μάθαμε να μαντάρουμε τα ανεμοδαρμένα μας πανιά,
Και με κορμιά μας να βουλώσουμε τις τρύπες.
Μας ζύγωσε η μοίρα κι ο στόλος αρειμάνιος
Και δεν μπορούμε ν’ αποφεύγουμε την αγχόνη,
Αλλά μας είπε ήρεμα ο καπετάνιος:
- Και που ‘μαστε ακόμη!
Να που γυρνάει πλάγια η μεγάλη ναυαρχίδα
Και η αριστερά πλευρά της βάφτηκε με καπνούς
Η απαντητική ομοβροντία και να! που ζωντανεύει η ελπίδα.
Ζήτω! Έχει πυρκαγιά, για τους εχθρούς μας κρύο ντους.
Απ’ τους χειρότερους μπελάδες είχαμε το μάθημα
Αλλά το κύτος τρέχει και κλειστοί οι δρόμοι
Κι ο καπετάνιος στέλνει το σύνηθες σύνθημα:
- Και που ‘μαστε ακόμη!
Μας τρώνε χίλια μάτια, με τηλεσκόπια μας επιβλέπουν
Κι χαίρονται, μ’ αλαλαγμούς κι αγκάλες,
Όμως δεν πρόκειται εμάς να βλέπουν
Να κουνιόμαστε από τον άνεμο στις κρεμάλες.
Κλίνει στην μπάντα η φρεγάτα μας αμαρτωλή
Μας σώζει μόνο η τύχη, μαζί με ρώμη,
Και ξεφωνίζει ο καπετάνιος: - Εμπρός! Εμβολή!
- Και που ‘μαστε ακόμη!
Εκείνοι που θέλουν να ζουν, που έχουν το σθένος ανδρείο
Ετοιμαστείτε για μάχη σώμα με σώμα!
Και οι δειλοί να φύγουν απ’ το πλοίο
Θα ειν’ εμπόδια μες στο θανατηφόρο λιώμα!
Και πηδούσανε οι αρουραίοι και δειλοί υπό την αιγίδα
Του ωκεανού, διαλέγοντας το άλλο σταυροδρόμι
Ενώ εμείς πλευρίσαμε τη ναυαρχίδα
- Και που ‘μαστε ακόμη!
Πρόσωπο με πρόσωπο, μάτια με μάτια,
Στιγμές που ο καθένας πάει να αγιάζει,
Με στιλέτο στο στόμα, στου θανάτου τα σκαλοπάτια
Εγκαταλείπουμε πλοίο που βουλιάζει.
Μα όχι! Δε θα το στείλουν στο βυθό,
Του ωκεανού απέραντου βαστούν οι ώμοι,
Αφού είναι δικός μας βοηθός,
Θα επιστρέφουμε με: Που ‘μαστε ακόμη!
|