Ανάμεσα στις κορυφές βουνών, που το αγέρι κάνει βόλτες μοναχό,
Μες στους γκρεμούς που δεν φτάνει η ολόλαμπρη αυγή,
Ζούσε καλοπερνώντας μια κεφάτη ορεινή ηχώ,
Που συνέπασχε σε κάθε ανθρώπινη κραυγή.
Όταν η μοναξιά πικρή πιάνει απ’ το λαιμό και υποτάσσει,
Και το πνιγμένο βογγητό θα πέσει στο βυθό,
Την κραυγή για βοήθεια η ηχώ στα πεταχτά θα πιάσει,
Θα την δυναμώσει, θα βάζει σε μέρος κρυφό.
Ίσως δεν ήταν άνθρωποι αυτοί, που ήρθαν με δυναμίτη,
Να κλείσουν το φαράγγι μεγαλοπρεπές με μαύρο χώμα,
Να θανατώσουν ήρθανε, να αηχόσουν της ηχώ το σπίτι,
Την άρπαξαν και έχωσαν το βούλωμα στο στόμα.
Τσαλαπατούσαν την ηχώ, αλλά ήχο δεν άκουσε κανείς,
Όλη τη νύχτα ετοίμαζαν τα εκκωφαντικά τους εντάφια,
Και το πρωί εκτέλεσαν την ηχώ ημιθανής
Και δάκρυα πετάχτηκαν σαν πέτρες απ’ τα βράχια.
|