Τη θάλασσα φουρτουνιασμένη κοιτώ σιωπηλά
Και αγναντεύω πως καλπάζουν
Τα φουσκωμένα κύματα θολά,
Παρατηρώ από ψηλά,
Πως τα κεφάλια τους σπάζουν.
Και συμπονώ ελαφριά
Αυτά που χάθηκαν, αλλά από μακριά.
Ακούω το επιθανάτιο τους στεναγμό
Και την οργή τους τη μεγάλη.
Βεβαίως! Με τέτοια φορά κι αλαλαγμό,
Ν’ ανοίγεις τρύπα στον φραγμό,
Και κοντά στον στόχο να σπάσεις το κεφάλι!
Και συμπονώ ελαφριά
Αυτά που χάθηκαν, αλλά από μακριά.
Ο άνεμος στοχεύει την καρδιά,
Την χαίτη αφρισμένη ανακατεύει με ινάτι,
Ξανά στο κύμα τυχαίνει η αναποδιά,
Σαν κάποιος να έβαλε τρικλοποδιά,
Και πέφτει το καταϊδρωμένο άτι.
Και συμπονούνε ελαφριά
Σ’ αυτό που χάθηκε, αλλά από μακριά.
Θα ‘ρθει και η δική μου σειρά-θηλιά,
Στο χείλος με τραβάει κάτι σαν το λάσο,
Και στην ψυχή μου προαίσθημα σαν αγκαλιά,
Πως θα τσακίσω τη δική μου ραχοκοκκαλιά
Και το κεφάλι μου θα σπάσω.
Θα με συμπονούνε ελαφριά,
Αλλά από μακριά.
Εδώ και αιώνες οι πολλοί,
Κάθονται στις ακτές και κοιτάνε
Με ενδιαφέρον και προσοχή αισχυντηλή,
Πως οι άλλοι αγνοούν τον βράχων την απειλή,
Και τις ραχοκοκκαλιές και τα κεφάλια τους σπάνε.
Και οι πολλοί συμπονούνε ελαφριά
Αυτούς που χάνονται, αλλά από μακριά.
Αλλά μέσα στο ζόφος του πυθμένα,
Στα βάθη που ο ήλιος σβήνει,
Θα γεννηθεί και θα ανέβει
Τεράστιο κύμα, ένα.
Στην ακτή θα χιμίσει διαβολεμένα,
Και τους θεατές θα καταπίνει.
Θα συμπωνώ ελαφριά
Αυτούς που χάθηκαν, αλλά από μακριά.
|