Με την αυγή ήρθε η χαρμονή,
Σαν αποτήφλωση με κρότο.
«Σταμάτα χρόνε!» υψωνόταν η φωνή,
Που ήταν της ημέρας το μότο.
Απ’ τα ουράνια έρεε το φως βαθμηδόν,
Οι χορωδίες των αγγέλων έψαλαν πολλάκις
Και σύντομα αποθρασύνθηκε ο κοσμάκης:
Καν’ ότι θέλεις, ο θάνατος απών!
Κάποιος έπινε, μέχρι που έμενε γυμνός,
Αλλά ο άτιμος έμενε ζωντανός.
Ο άλλος έπεφτε στο κενό από υποκρισία,
Τον τρίτον έπνιγε ο πλησίον,
Αφού εκείνος όρμισε εναντίων,
Και πάει σύννεφο η ατιμωρησία.
Εκείνος που ποτέ δε έχασε την υπομονή,
Που ούτε σκέφτηκε ποτέ: «μπουλμπέρι και στάχτη»,
Άρχισε να ψηλώνει τη φωνή,
Σαν παλούκια του φράχτη.
Από το καλντερίμι βιαστικός αφαιρούσε
Και έριχνε τον λίθον του αναθέματος,
Ενώ πριν ήταν ευγενικός σαν γαλαζοαίματος
Και το κακό και την βία περιφρονούσε.
Κανένας και για τίποτα δεν μετανοούσε.
Εκείνος που νωρίτερα θεωρούσε
Το θάνατο ως όλεθρο και συντριβή,
Εκείνος χτυπούσε δια μιας,
Αλλά διόλου δεν ένιωθε φονιάς
Και σιγοτραγουδούσε με απολαβή.
Η επιστήμη γέμισε καιροσκόπους
Και ο γιατρός ζευγάρωνε το ασυμφιλίωτο,
Δοκίμαζε τα δηλητήρια πάνω σ’ ανθρώπους,
Και μάλιστα χωρίς αντίδοτο!
Κάποιοι οργάνωσαν πογκρόμ,
Με θύματα οι ξενόφερτοι:
Μικροί και μεγάλοι αιμόφυρτοι,
Μα ζωντανοί προς το παρόν.
Αυτούς που το ποτάμι ήθελαν για κοιμητήρι,
Έδιωχναν με τανκς απ’ το γεφύρι.
Αυτόχειρες έβγαζαν απ’ τις θηλιές-γραβάτες,
Η τύχη... έφυγε απ’ τον τροχό!
Η καλοπέραση βρήκε τον φτωχό!
Επέτυχαν και γλεντούσαν οι πρωτεργάτες.
Μα ξαφνικά ήρθε μια είδηση,
Την ανακοίνωσε όχι όποιος κι όποιος,
Αλλά αυτός που είχε του γλεντιού την οδήγηση:
Πως κάπου πέθανε κάποιος.
Σε μια απόμακρη της γης γωνιά
Όπου κοιμούνται τα πάθη και τα στοιχεία,
Και οι λεβέντες απ’ την εντατική θεομαχία,
Δεν κατάφεραν να φτάσουν σ’ αυτήν τη φωλιά.
Ποιος τόλμησε και παραβίασε τον νόμο?!
Και πώς μπήκε στον δρόμο τον ανθρωποκτόνο?
Εκείνος άξιζε τιμωρία αυστηρή.
Πρώτα, απ’ το φιλί έγινε τρελός,
Μετά απ’ την αγάπη πέθανε αυτός
Κατά την απογείωση για νότα υψηλή.
|