Τότε τον έρωτα άρπαζε η αυθεντία,
Κι ας μην ταίριαζαν τα χνότα.
Συλλήφθηκα, όπως συνήθως μες στην αμαρτία,
Μέσα στης νύχτας άγρυπνης τον ιδρώτα.
Από μικρός ανάσαινα της δύναμης το οξυγόνο,
Ποτέ δεν είχα ως σωσίβιο το ψέμα,
Με σιγουριά έκανα τσάρκα προς τον θρόνο
Και ένιωθα γαλάζιο μου το αίμα.
Την σκέψη μου οι γύρω μου υιοθετούσαν,
Κανόνιζα τα πάντα με το βλέμμα.
Οι φίλοι του αρρενογωγείου με υπηρετούσαν,
Όπως οι πατεράδες τους το στέμμα.
Στην σπείρα μας είχα ρόλο ενεργό
Και τα στρατιωτάκια μου έδιναν το παρόν.
Με εμπιστεύονταν ως αρχηγό
Όλα τα τέκνα των παλατιανών.
Μας φοβόντουσαν της νύχτας οι φρουροί,
Ήμασταν της εποχής η νόσος,
Της δόξας κυνηγοί και του κακού οι τιμωροί,
Φαγί τα έντομα, τη δίψα έκοβε η δρόσος.
Κατά τη γέννα στο μέτωπό μου πυρόγραψε η ειμαρμένη,
Κι από μικρός ήμουν θαμώνας πειθαρχείων,
Που απολάμβανα την μοναξιά πεφωτισμένη,
Καρτερικός στη βία λέξεων και των βιβλίων.
Γνώριζα πώς να κρύψω τη φαρμακερή ματιά,
Μπορούσα να χαμογελάσω μόνο με το στόμα.
Διαπαιδαγωγημένος απ’ του γελωτοποιού τη βαρβατιά,
«Αμήν! Καημένε Γιόρικ!» ας είναι ελαφρύ το χώμα...
Απέφευγα με απέχθεια τη μοιρασιά
Των λάφυρων, προνομίων και βραβείων.
Μες στο λαό μου ένιωθα την ξενοιασιά,
Ενώ μέσα στα κάστρα την οσμή σφαγείων.
Γρήγορα ξέχασα την θηρευτική μανία,
Μισούσα τα κυνηγόσκυλα, και τα λαγωνικά.
Τραβούσα χαλινάρι όταν έβλεπα τη λεία
Και με μαστίγιο δάμαζα ένστικτα φονικά.
Έβλεπα πως των αρχόντων το σκόρπισμα σκληρό
Όλο και περισσότερο μοιάζει με ασχημία.
Τη νύχτα, μυστικά, μες στα τρεχούμενα νερά
Ξέπλυνα της ημέρας την κτηνωδία.
Έψαχνα μάταια τον Θεό με αστραπή του,
Γινόμουν παλαβός μ’ αυτά που κατέβαζε η κούτρα.
Δε μ’ άρεσε ο αιώνας και οι άνθρωποί του
Και έπεφτα στο διάβασμα με μούτρα.
Το μυαλό μου λαίμαργο για αξιώσεις,
Όλα ήθελε να γευθεί ο δαιμόνιος νους,
Αλλά δεν έχουν όφελος οι γνώσεις,
Όταν ανθεί παντού η διάψευσή τους.
Με φίλους κόπηκε το νήμα μετά από τη στέψη,
Ο μίτος της Αριάδνης δεν είναι και κάτι ακατάλυτο.
«Να ζω ή να μην ζω», χτυπιόμουν με την σκέψη,
Σαν πάνω σ’ ένα δίλημμα άλυτο.
Αιώνες παφλάζει των συμφορών η θάλασσα θολή,
Εκεί τα βέλη ρίχνουμε σαν το κεχρί στη σήτα.
Και κοσκινίζουμε την απάντηση απατηλή
Με την σχολαστική ερώτηση-σαΐτα.
Προς κάλεσμα των προγόνων βάδιζα βαθμιδόν,
Και απ’ τα νώτα οι αμφιβολίες τρύπωναν δολερά.
Τραβούσε πάνω το βάρος των σκέψεων μαρτυρικών,
Κάτω στον τάφο έσερναν της σάρκας τα φτερά.
Ο χρόνος μ’ έπηξε σε μη στερεό κράμα. Μα γιατί;
Και μόλις έπηξε, άρχισε να λειώνει.
Όπως οι άλλοι έχυσα αίμα, κι όπως αυτοί,
Το μίσος δεν κατάφερα να κάνω σκόνη.
Μόνο εκεί έβρισκε το μυαλό μου οξυγόνο.
Ήμουνα της ζωής το ξένο σώμα,
Και άθελα τον εαυτό μου εξίσωσα με φόνο,
Αυτού, με τον οποίον θάφτηκα στο ίδιο χώμα.
Εγώ ο Άμλετ, δεν ήθελα να γίνω βασιλιάς,
Περιφρονούσα τη βία και τον θρόνο ψυχοκτόνο,
Ενώ στα μάτια τους ήμουν της εξουσίας άρπαγας
Και σκότωνα τον ανταγωνιστή για θρόνο.
Ο μεγαλοφυής ο παφλασμός σαν παραμιλητό.
Μέσα στη γέννηση ο θάνατος προβάλλει,
Ενώ όλοι μας θέτουμε απάντηση ευθύς,
Και δε βρίσκουμε την ερώτηση μεγάλη.
|