Όποτε του κατακλυσμού του Νοε τα νερά
Γύρισαν στην συνηθισμένη τους μεριά,
Απ’ τον αφρό του ύδατος που τρέχει σιγαλά,
Αθόρυβα βγήκε η αγάπη στη στεριά
Και έλιωσε μες στον αέρα απαλά,
Σαν μυρωδιά μεθυστική που έχει η ελευθεριά.
Παράξενο από τους δυο το δείγμα:
Βαθειά εισπνέουν το μείγμα,
Απομακρύνονται από την ευζωία της οχλοβοής,
Κρυφανασαίνουν ακόμη και μέσα στο κενό
Που πέφτουν αιφνιδίως στο ρυθμό
Όμοιας άστατης αναπνοής.
Αγάπη: νόσημα της τρυφερότητας χαρωπό,
Σε κάνει πιο δειλό και θαρραλέο
Για να γνωρίζεις πως το «Σ’ αγαπώ»,
Είναι το ίδιο με το ζω και αναπνέω!
Ο δρόμος έχει φυλακές και εκκλησίες:
Η επικράτεια της αγάπης αυθαιρετεί και νομοθετεί!
Κι απ’ τους ιππότες της για δοκιμασίες
Όλο και αυστηρότερα ζητά και απαιτεί.
Θα απαιτεί χωρισμούς, αποστάσεις, ικεσίες,
Ανησυχία κ’ αϋπνία θα υιοθετεί.
Αλλά δεν κάνουν πίσω οι τρελοί,
Έτοιμοι να πληρώσουν τιμή υψηλή.
Ακόμη και τη ζωή θα θυσιάσουν
Να μην καεί μες στον παθών την πύρα,
Το μαγικό αόρατο νήμα να διαφυλάσσουν
Που μεταξύ τους έτεινε η μοίρα.
Δροσερός αέρας τους εκλεκτούς μεθούσε,
Έριχνε κάτω, τους νεκρούς ανάσταινε,
Γιατί εάν κάποιος ποτέ δεν αγαπούσε,
Άρα ούτε ζούσε και ούτε ανάσαινε.
Πολλοί αυτοί που πνίγηκαν από την ασφυξία:
Ο ένας στης πολυτέλειας σαπίλα αποπνικτική,
Ο άλλος μέσα στην κενότητα της εξουσίας,
Ο τρίτος από ορμόνες και επιθυμία σαρκική.
Ενώ εμείς θα στήσουμε στα προσκεφάλια τους κεριά-αξία,
Σ’ αυτούς που χάθηκαν απ’ την αγάπη την αληθινή.
Και οι φωνές τους θα συρρέουν σ’ έναν ρυθμό,
Και οι ψυχές τους θα σεργιανίζουν μες στο γαλανό,
Και θ’ αναπνέουν μες στη χώρα του ευόσμου.
Θα ενωθούν μακριά από τα κοιμητήρια
Πάνω στα εύθραυστα περάματα, γεφύρια,
Μες στα στενά τα σταυροδρόμια του κόσμου...
Για τους ερωτευμένους θα στρώσω λιβάδια,
Για βόλτες βραδινές και χάδια.
Παίρνω πνοή, σημαίνει - αγαπώ!
Και αγαπώ, σημαίνει - ζω!
|