Κάποτε την αγαπούσα και υπέφερα
Τη μορφή της στην καρδιά μου μετέφερα
Την έβλεπα στον ύπνο μου στην αγκαλιά
Πως κόβουμε βόλτες στην ακρογιαλιά.
Ήσουν το πιο πολύτιμο των λαφύρων,
Έγινες η μεγαλύτερη μου δυστυχία!
Τι πάθατε βασίλισσα μου των ονείρων?
Τι γίνατε εφήμερή μου ευτυχία?
Οι ψυχές μας λούζονταν στην άνοιξη
Κι οι σκέψεις μας έπλεαν μες στη φωτιά,
Μαζί μας ήταν η χαρά και η κατάνυξη,
Ενώ η θλίψη κι ο πόνος πολύ μακριά.
Τώρα κατανοώ, ήταν πρόσκαιρο ψέμα
Και τον δεσμό μας κόβω:
Μέσα στις φλέβες σας πάγωσε το αίμα
Απ’ της ζωής το φόβο.
Κατάλαβα πως τέλειωσε του έρωτα η μελωδία,
Πως λύθηκε και βούλιαξε η δική μας σχεδία.
Είχε ψεγάδια αυτός ο νταλγκάς
Ήταν δεμένα όλα με τα νήματα ψευτιάς.
Δεν θέλω σύντροφο από το κλαμπ των μοιχαλίδων
Και κόβω τις χορδές τ’ ονειροπόλου.
Δεν γίνομαι λακές των φρούδων ελπίδων,
Δεν υποκλίνομαι στα είδωλα του δόλου.
|