Σε λίγο η επίθεση, κάνω την προσευχή,
Με θάνατο εμποτισμένος ο αέρας,
Κι απ’ τα ουράνια, σαν αθόρυβη βροχή
Έπεφταν τ’ άστρα του εσπέρας.
Να! έπεσε ξανά, κι εγώ βάζω στο νου,
Να βγω ζωντανός από τη μάχη.
Έτσι έδεσα της ζωής το ρου,
Με του ανόητου άστρου την τύχη.
Μας είπαν «Θάνατος ή το ύψωμα!»,
«Ξοδεύετε δίχως φειδώ τις βολίδες».
Να! κύλισε δεύτερο άστρο με χρύσωμα,
Πάνω στις επωμίδες.
Σκέφτηκα πως απέφυγα το νεκροκέρι,
Και θα δω τα παιδιά μου...
Ενώ απ’ τα ουράνια έπεσε αδέσποτο αστέρι,
Ακριβώς στην καρδιά μου.
Άστρα τόσα πολλά, σαν στη λίμνη ψάρια,
Κι έτυχε ένα να πιάσω.
Απ’ το άστρο αυτό στον τάφο μου,
Από μολυβιού γραμμάρια, Τη ζωή μου θα χάσω.
Στο άστρο αυτό έρχονται τα δικά μου παιδιά,
Αυτό μου καλοφαίνεται,
Και χαίρομαι που στην καρδιά τους έχω θέση,
Ενώ το άστρο μου, στον ουρανό ακόμη κρέμεται,
Δεν έχει που να πέσει.
|