Όταν του κατακλυσμού τα νερά
επέστρεψαν στης όχθης τα όρια.
Απ’ τον αφρό των νερών που έφευγαν
στην στεργιά ο Έρωτας βγήκε.
Και διαλύθηκε στον αγέρα μέχρι να ‘ρθει ο καιρός,
Μα ήταν ο καιρός σαράντα σαραντάδες...
Παρόλα αυτά βλάκες υπάρχουν,
τα πνευμόνια τους μ’ αυτό το μείγμα γεμίζουν.
μηδέ παράσημα ούτε και τιμωρίες περιμένουν,
και, πιστεύοντας, πως απλά αναπνέουν,
τους πιάνει άξαφνα η κρίση
μιας νευρικής αναπνοής.
Ναυτία νιώθουν σαν το καράβι που έμεινε
στη θάλασσα καιρό.
Πριν μάθω ότι αγαπώ
ήταν το ίδιο το αναπνέω με το ζω.
Κι έχω μπροστά μου περιπέτειες και περιπλανήσεις:
είναι μεγάλη χώρα του Έρωτα η χώρα!
Και για να δοκιμάσει τους ιππότες της
προσεκτικά θα τους ρωτά:
χωρισμούς και αποχαιρετισμούς θα ζητά,
τον ύπνο τους θα τους στερεί, την ηρεμία την ανάπαυλα...
Μα τους ανόητους δεν θα αφήνει να κοιμηθούν.
Αυτοί θα είναι έτοιμοι όποια τιμή ζητήσει
να πληρώσουν. Σε κίνδυνο να βάλουν τη ζωή τους
ανέπαφο θέλοντας να κρατήσουν
το μαγικό, τ’ αόρατο το νήμα.
π’ ανάμεσα τους άπλωσαν.
Φρέσκος αγέρας επίλεκτων μέθυσων.
Σκόνταφτα, μα απ’ τους νεκρούς ανασταινόμουν,
Γιατί αν δεν αγαπούσα,
Σήμαινε πως δεν ανέπνεα, μα ούτε και πως ζούσα!
Μα πολλούς που απ’ τον έρωτα πνιγήκαν
δεν τους μαζεύεις όσο κι αν δυνατά φωνάζεις.
Η σιωπή και τ’ άδεια λόγια ο μπροστάρης τους είναι
μα τούτος δω ο οδηγός στο αίμα έχει πνιγεί.
Στο προσκεφάλι εκείνων που απ’ τον ανεπίδοτο έρωτα
έχουν πεθάνει κερί θα ανάψουμε...
Με μια φωνή τρεμουλιαστή,
Στα λουλούδια η ψυχή τους γυρνάει,
την αιωνιότητα ρουφούν με μια αναπνοή,
και μ’ αναστεναγμό στα χείλη
σε ψαθυρά πορθμεία και γεφυράκια ανταμώνουν,
στα στενά σταυροδρόμια της οικουμένης.
Το πάτωμα για τους ερωτευμένους κρεβάτι θε ‘να κάνω -
Ας πίνουν συνεχώς στον ύπνο και στον ξύπνιο τους!..
Αναπνέω σημαίνει αγαπώ!
Αγαπάω σημαίνει ζω!
|