Ζούσα μια χαρά στο πρώτο τρίτο της ζωής
Είκοσι χρόνια στον κόσμου τούτο -
πιστός στο μάθημα,
Ζούσα ανέμελα, αλλά σωστά,
Το ρεύμα ακολουθώντας, -
Ταξίδευα εκεί που έφταναν τα μάτια.
Σκεφτόμουν πως βραβείο είναι, -
Δε χρειάζονται κουπιά,
Μα ούτε και οι χούφτες.
Κουνούπια, αλογόμυγες και σφήκες
Οι αιματορουφήχτρες ενοχλούσαν,
Μα δεν εξαντλούσαν.
Απ’ την ακτή αρχικά άκουσα
Να με καλούνε σε βοήθεια,
κάποιος εκινδύνευε.
Μα δεν προφτάσαν, φουκαράδες, -
Ξαπλωμένος, από την μπύρα ήμουν μεθυσμένος,
και λιπόθυμος.
Στη στροφή τινάζεται,
Τη δίνη αποφεύγει -
κι όλα πάνε καλά.
Τα παπούτσια βάζω, βγάζω,
Στο νερό να πέσω θέλω -
Με τρελαίνει αυτό.
Οι ακτές τη βάρκα κυνηγούν.
Μα ‘γω το λαρύγγι μ’ οινόμελο
χαϊδεύω.
Άλλη μια γουλιά σαν πίνω,
Μοναχός μου δεν πλέω πια, -
Μα με την γριούλα μ’ αγκαλιά.
Μα όσο εγώ χάζευα,
Έπεσε ομίχλη και αμέσως βρέθηκα
σε τόπο θανατερό, -
κι η τεράστια γριούλα
στ’ αυτί μου εχαχάνισε,
η κακιά κατεργάρισσα.
Ουρλιάζω, - μα δεν ακούω την κραυγή,
Να δέσω από τον φόβο δεν μπορώ τη φλούδα,
Δεν βλέπω καλά,
Ο αγέρας με κουνάει...
- Ποιος είναι εδώ; - Ακούω ν’ απαντάει:
Εγώ, η Δύσκολη!
Πάψε να σταυροκοπιέσαι πια, ευλογημένη, -
Δε σε σώζει η Παναγία
Θεοτόκος:
Όποιος κουπιά και τιμόνι αφήνει,
Εκείνον η Δύσκολη αρπάζει -
Και τον κάνει ότι θέλει! -
Δρόμο ψάχνω μεθυσμένος,
Να ‘χα λίγο οινόμελο -
Πίνω γραμμάρια εκατό, -
Μα εκείνη δεν κοιμάται
Μπρος μονάχη προχωρά
Με τις βαριές πατούσες.
Σκόνταψε σε μια ρίζα
Απ’ το πολύ το πάχος
αναστενάζοντας βαριά.
Η ανάσα είχε κοπεί,
Μα με σέρνει κατά κει
Πλάσμα δύσκολο.
Άξαφνα βγαίνει μπροστά μας - ολοζώντανη,
Μια κουτσή, στραβή
Μούρη παμπόνηρη.
Και φωνάζει: είσαι πάνω απ’ τον γκρεμό,
Θα σε σώσω όμως εγώ, άρρωστε,
Τα δάκρυα σου θα σκουπίσω! -
Ρώτησα: ποια είσαι εσύ -
Και μου είπε εκείνη: Είμαι η Στραβή, -
Φόρτο, τάχα, κουβαλώ,
Τι κι αν είμαι μονόπαντη,
Στραβοχέρα, στραβομάτα,
Το φορτίο μου κουβαλώ!
Φώναξα τότε κι εγώ, γεμίζοντας τα ποτήρια:
Εμένα κουβάλα Στραβή!
Δεμένος είμαι με λουρί!
Μέχρι νέο κεφάλι θα σου βάλω
Τη στραβομάρα σου θα φτιάξω -
Μόνο κουβάλα με!
Κι εσύ, μανούλα, σκύλας κόρη,
Έλα πιες μισή γουλιά -
Μιας κι είσαι νευρασθενικιά.
Ξέχασε με για λιγάκι,
Κι αφού είσαι και χοντρή
Θα ‘σαι στο χαρέμι πρώτη.
Κι έπεσαν οι δυο γριές
Με ένα μπουκάλι οινόμελο
μεθυσμένες υστερικές.
Πίσω απ’ τις λάσπες κρύβομαι,
Και πίσω - πίσω βηματίζω,
στην ακτή να βρεθώ.
Λεβέντικα κουπί τραβώ προς τη δίνη
Δυο κουπιά μέχρι τη μέση -
Ωχ, τι πονηρός που είμαι!
Να ψοφήσετε, πίνοντας,
Οι δυο μου οι μοίρες -
Η Στραβή και η Δύσκολη!
Μα η τύχη μ’ η κακή
Και κάποιου άλλου η μυστική
στοργή
Δεν τα ‘φέραν όλα πρίμα, στον άχρηστο,
Με παρέσυρε, τον απατεώνα,
το ρεύμα.
Νόμιζα πως γλέντι είναι η ζωή,
Τάχα κουπιά δε θέλει, ωχ τι έπαθα -
|