Την μαύρη μοίρα μ’ μου έσερνα
Στης άνοιξης τον πάγο.
Ο πάγος όμως έσπασε και ράγισε η καρδιά.
Σαν πέτρα βούλιαξε στα νερά
Μα η δυστυχία μου αν και βαριά
Από την απόκρημνη όχθη
αρπάχτηκε.
Από την μέρα εκείνη άρχισε η μαύρη μου η μοίρα
Σ΄ όλο τον κόσμο να μ’ αναζητά,
Ψεύτικες φήμες θέλουνε πως εγώ μαζί της είμαι,
Πως ζωντανή ακόμη είμαι,
Το ήξερε η έρημη η γη
Τ’ ορτύκι με
τα ορτύκια.
Ένα όμως απ’ αυτά
Στον κύριο μου μιλώντας,
Με πρόδωσε φλυαρώντας.
Κι απ’ την μεγάλη του οργή
Ξοπίσω μου ήρθε,
Κι η μαύρη μοίρα ήρθε μ’ αυτόν
Και δέθηκε μ’ εμένα.
Με έφτασε, με πρόλαβε,
Μ’ άρπαξε, με σήκωσε στα χέρια.
Η μαύρη μοίρα μ’ δίπλα του Στη σέλα χαμογελούσε.
Να μείνει δεν μπορούσε για πολύ,
Μόνο για μερούλα,
Όμως η μαύρη μοίρα μ’
έμεινε για πάντα.
|