Μα τι τρέχει; Θαρρείς κι όλα όπως πάντα είναι:
Ο ίδιος ουρανός - και πάλι γαλανός,
Το ίδιο δάσος, ο αγέρας, το νερό,
Μόνο που αυτός δε γύρισε απ’ τη μάχη.
Να καταλάβω τώρα δε μπορώ, ποιος είχε δίκιο
Όταν μαλώναμε άυπνοι δίχως σταματημό.
Μου λείπει κιόλας από τώρα,
Σα δε γύρισε χθες απ’ τη μάχη.
Σιωπούσε στα άσχετα και σιγοτραγουδούσε άκομψα,
Πάντα μιλούσε για κάτι άλλο,
Δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ, απ’ την αυγή ξυπνούσε,
Μα δεν γύρισε χθες απ’ τη μάχη.
Τώρα άδεια είναι όλα, - μα δε γίνεται λόγος γι’ αυτό,
Ξαφνικά κατάλαβα πως ήμασταν οι δυο μας.
Για μένα ο αγέρας φύσηξε τη φωτιά,
Σαν εκείνος δεν γύρισε χθες απ’ τη μάχη.
Τώρα ξεπετάχθηκε, θαρρείς απ’ την αιχμαλωσία, η άνοιξη
Κατά λάθος τον φώναξα:
Φίλε, δώσε μου τσιγάρο! - Η σιωπή ήταν η απάντηση:
Δεν γύρισε χθες απ’ τη μάχη.
Οι νεκροί μας μάς προσέχουν,
Στέκουν ακοίμητοι φρουροί.
Ο ουρανός στο δάσος καθρεφτίζεται, σα σε νερό
Και τα δέντρα υψώνονται γαλανά.
Χωρούσαμε άνετα οι δυο μας στο αμπρί,
Ο χρόνος κυλούσε το ίδιο και για τους δύο μας.
Τώρα όλα θα τα κάνω μόνος. Μόνο που νομίζω
Πως εγώ δε γύρισα απ’ τη μάχη.
|