Περπατούσα, πήγαινα, με τις φτέρνες άλλοτε και πότε με τις μύτες,
Νιώθω πως αναπνέω όλα καλά κι όμορφα,
Θλίψη έρχεται άξαφνα, θλίψη θηριώδης, θλίψη πράσινη
Την ευκαιρία άρπαξε, κάθισε στο σβέρκο...
Δεν την ήξερα, να την μάθω δεν ήθελα, πολιτείες άλλαζα,
Μα εκείνη μου λέει ψιθυριστά - «Αχ πως σε περίμενα!»
Τι θα κάνω τώρα πια! Πού θα πάω! Γιατί και πότε;
Έμπλεξα μαζί της μόνος μου, δίχως να το θέλω...
Μόνος θα πάω ‘γω, όπου ‘ναι, το μπορώ
Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα,
Τον εαυτό μου έζεψα στη θέση του ντόπιου στη ζεύγλα,
Στη μορφή απλοϊκός, μέσα του σκατένιος.
Δεν συκοφαντώ εγώ, σαν την ψείρα την κακιά
Τις δυνάμεις μάζεψα, τραβάω με τους ώμους,
Τον εαυτό μου τον χτυπώ, εγώ τον μαστιγώνω,
Μα αντίθεση καμιά, δεν την βλέπω πουθενά...
Δώρα, μοίρα, ή λεφτά για προϊόντα,
Φόρο θα πληρώνω ‘γω μέχρι τον τάφο,
Θλίψη μου, μελαγχολία μου, φθισικό μου πλάσμα,
Ποιο θα είναι το τέλος, αρρώστια ζωντανή!
Άχνα δε βγάζει απ’ το πρωί, το κνούτο κι ας δουλεύει,
Τη νύχτα - παφ! - στο πλάι μαζί μου πέφτει...
Βρες κάποιον άλλονε τη νύχτα να περάσεις,
Κάθαρμα θε’ να γενώ - μα στο λέω δεν θα ζηλέψω!
|