Ηχούν οι σάλπιγγες: γοργά, γοργά! -
Μαζεύεται η συνοδεία.
Ο αρχηγός των κυνηγών χωρίς καθυστέρηση
Τους βοδινούς τένοντες ελέγχει.
Τι διασκέδαση κι αυτή των ανθρώπων-
Κύκνους λευκούς να σκοτώνουν!
Τα βέλη πετάξαν ψηλά...
Οι τοξότες το ‘να μάτι δεμένο είχαν,
Μα ήταν η πρώτη συνάντηση
των κύκνων αυτών.
Εκείνη ζούσε απ’ τον ήλιο κάτω - εκεί
Όπου αμέτρητα είν’ τα γαλάζια αστέρια,
Όπου των μεγάλων πτήσεων
Μόνο οι κύκνοι φτάνουν.
Τινάχτηκε και δυο φτερούγες άνοιξε,
Στο πυκνό τρεμουλιαστό γαλάζιο
Γλιστρώντας στου Θεού τις πλαγιές -
Σε ύψος τέτοιο, όπου μόνο
Άγγελοι κι αναστεναγμοί πετούν.
Μα αυτός ακόμη κι εκεί την πρόφτασε -
Για μια στιγμή ευτυχίας μονάχα,
Μα ήταν η έντονη κείνη η στιγμή
Του κύκνειου άσματος τους...
Των φτερωτών αγγέλων συγγενείς,
Βούτηξαν προς τη γη -
Συνήθειο επικίνδυνο:
Πίσω από θάμνους, από πεζούλια πίσω,
Οι κυνηγοί παρακολουθούν
Η ευτυχία τους μικρή θε’ να είναι.
Τον ιδρώτα από το μέτωπο σκουπίζουν,
Της πτώσεως οι φταίχτες,
Έπιασε κι η τελευταία προσευχή:
«Σταμάτα, μια στιγμή!»
Έτσι τραγουδήθηκε ο αιώνιος τούτος στίχος
Στο απόγειο του κύκνειου άσματος τους -
Των ευτυχισμένων η μοναδική στιγμή.
Σωριάστηκαν κάτω μαζί,
Μα έμειναν για πάντα στον έβδομο
Της ευτυχίας τους ουρανό.
|