Γιατί το σπίτι σώπασε
Στο λυκόφως βυθίστηκε,
Στους επτά κακιασμένους
Δυνατούς αγέρηδες,
Τα παραθύρια σφάλισαν
Σα χαράδρα έγιναν,
Κι οι πόρτες
Στη δημοσιά;
Ωχ κουράστηκα, κουράστηκα, - τα έζεψα τα άλογα.
Εχ, είναι κανένας ζωντανός, να βγει να βοηθήσει!
Κανείς, - μόνο η σκιά που γλίστρησε στο ξώστεγο,
Κι ο γύπας που κατέβηκε μικραίνοντας τους κύκλους.
Με’ στο σπίτι σαν μπεις
Μοιάζει καπηλειό,
Λαός πολύ μαζεύεται
Ο κάθε τρίτος και εχθρός.
Τη μούρη θα σου σπάσουνε
Απρόσκλητος σαν μπήκες!
Μούρες στη γωνιά -
Κι αυτές στραβωμένες!
Κι άρχισε βαριά, συζήτηση παράξενη,
Κάποιος τραγουδούσε ουρλιάζοντας και παίζοντας κιθάρα,
Κι ένας βλαμμένος μικρός - ηλίθιος και κλέφτης -
Κάτω απ’ το τραπέζι μου ‘δειχνε το μαχαίρι.
«Ποιος θα μου πει
Τι σπίτι είναι τούτο,
Γιατί είναι σκοτεινό,
Σαν παράγκα βρωμερή;
Έσβησε των κεριών το φως,
Λιγόστεψε ο αγέρας...
Ξέμαθε ο Αλί να ζει
Μαζί σας;
Η πόρτα είναι ορθάνοιχτη, μα σφαλισμένη η ψυχή.
Ποιος είναι ο νοικοκύρης; - κρασί να με κεράσει».
Κι η απάντηση: «Βλέπεις, καιρό στο δρόμο ήσουν -
Ξέχασες του ανθρώπους, - πάει καιρός που ζούμε έτσι!»
Χορτάρι τρώμε,
Αιώνας - στο ξινολάπαθο,
Ξίνισαν οι ψυχές,
Σπυριάσαν,
Και κρασί πολύ
Ήπιαμε, -
Το σπίτι καταστρέψαμε,
Μαλώσαμε, κρεμαστήκαμε»
«Τ’ άλογα τα πλάνταξα, - απ’ τους λύκους γλίτωσα.
Δείξτε μου φωτεινή περιοχή, με των λαμπάδων φως.
Δείξτε μου ένα μέρος, που έψαχνα -
Όπου πίνουν και δεν στενάζουν, όπου το πάτωμα δεν είναι λερωμένο».
«Για τέτοια σπίτια
Δεν ακούσαμε,
Χρόνια πολλά στα πλίθινα
Συνηθίσαμε να ζούμε.
Πάντα έτσι ήμασταν -
Με κακία και ψίθυρο
Κάτω απ’ τις εικόνες
Με την μαύρη καπνιά».
Κι από τη βρώμα μέσα, εκεί που οι εικόνες κρέμονται στραβά,
Το κεφάλι στρίμωχνα, χτυπώντας με το κνούτο,
Εκεί που τ’ άλογα έσερναν και κοιτούσαν τα μάτια,
Εκεί που οι άνθρωποι ζουν, και πώς οι άνθρωποι ζουν.
...Με πήρε απ’ εδώ,
με πήγε απ’ εκεί!
Η ζωή με παρέσυρε -
μα δεν έσυρε.
Μήπως δεν τραγούδησα
καλά για σας
Μαύρα μάτια,
τραπεζομάντιλο λευκό;!
|