Δεν έπινα, δεν έκλεβα
Ούτε παντελόνια, ούτε φράγκα,
Την παλιά δεν ήξερα λαλιά,
Μα ούτε και τη νέα.
Φαίνεται απ’ τη θωριά,
Ψέματα σαν είπα,
Θα ‘μαι κάθαρμα, μα ποτέ
Δεν έκλεψα δεκάρα!
Μου παν κάνε εμπόριο
Μα όχι σαν τους άλλους, -
Παράδες μάζεψε πολλούς
Χτίσε εξοχικό.
Τους εμπόρους είπα
Ν’ ακούσω, μα ορκίζομαι
Έντιμος είμαι - τι να φοβηθώ! -
Δεν φοβάμαι τίποτα.
Οι μπάτσοι άρχισαν
Εμένα να με ψάχνουν, -
Διαβόλοι με κυνήγησαν
Αδέλφια τρομεροί:
Σμέουρα χοντρικά
Πούλησα μια φορά -
Ο διάβολος το κάθαρμα
Πήρε τα μισά!
Ο διάολος όλα τα κάνε
Μα όχι για πολύ -
Στο δικαστήριο θέλησε
Τον εισαγγελέα να γλείψει.
Και με ‘στείλαν φυλακή
Όπου δούλευα σκληρά
Φαίνεται απ’ τη θωριά,
Ψέματα σαν είπα.
Το πατρικό μου ξέχασα
Της μάνας μου τη γλύκα
Κι η ποινή σα χιονόμπαλα
Μεγάλωνε με τα χρόνια.
Το Άρειο Πάγο παρακαλώ
Να με λεφτερώσει, -
Η γυναίκα, τα παιδιά
Τον κύρη τους προσμένουν.
|