Δυο λόγια μόνο θα Ιστορήσω εδώ με στίχους,
Τι το ελεύθερο δεν έχω σε όλα ν’ ανοιχτώ.
Στη μήτρα πιάστηκα μες σε κατάρας ήχους
Τής γαμήλιας νύχτας. Στης αγωνίας τον ιδρώ.
Έβλεπα πώς όσο πιο ψηλώνουμε απ' τη γης
Τόσο πιο άκαρδοι γινόμαστε στα πόνου.
Αγέρωχα προχώρησα για να στεφτώ ευθύς
Και να ασκήσω τού αίματος τα δικαιώματά μου.
Πίστευα όλα θα γενούν κατά πώς είχαν οριστεί.
Μάχη δεν έχασα καμιά και ίσα τα μερίδια δοσμένα.
Οι σύντροφοι απ' το σχολειό και στο σπαθί πιστοί.
"Οπως οί πατεράδες τους υπάκουαν στο στέμμα.
Τά λόγια μου δέ μέτραγα μές στην ανεμελιά.
Φιλίες κι εύνοιες χάριζα δώ κείθε όλημερίς.
Τών εύγενών οί γόνοι μέ μπιστεύονταν τυφλά,
Τήν πρωτοκαθεδρία μου δέν πρόσβαλλε κανείς.
Σκιάζαμε τούς φρουρούς τά βράδια μέ χουνέρια.
Μαζί μας, σάν άπ’ οστρακιά, ό χρόνος άρρωστοΰσε.
Έγειρα σέ τομάρια, κοψίδια δάγκωσα άπό μαχαίρια.
Δάμασα άτια ατίθασα άλλος πού δέν κοτοΰσε.
Αργά ή γρήγορα θά μοΰ ανήκε ή εξουσία.
Μ’ άλί στό μέτωπο μέ σφράγισε ή μοίρα.
Στά χρυσοσκάλιστα σαμάρια ή προδοσία.
Κι δλα πού μοϋ άράδιαζαν ήτανε φύρα.
Στά χείλια χάραζα ένα χαμόγελο βαθιά ουλή,
Πού πίσω πύρωνε τό βλέμμα πά’ στ' άμόνι.
Τέχνη πού μοϋ ’μαθε ό παλιάτσος στήν αύλή.
Αμήν! Φτωχέ μου Γιόρικ! Καιρό είσαι σκόνη.
Σέ όνόρες καί απολαβές το μερτικό άρνιόμουν,
Σέ λάφυρα, προνόμια, σέ δόξες καί όφίκια.
Μ' έ'πιασε ξάφνου ό καημός γιά δ,τι δέ νοιαζόμουν
Κι έγινα άβουλο αρνί πού σεργιανά στά ρείκια.
Έσβησε ό ζάλος μου γιά τό κυνήγι - τάχα δειλία;
Τά κυνηγόσκυλα και τά γεράκια αντιπαθούσα.
Τ' άλογο κράταγα μακριά άπό λαβωμένη λεία
Μά κλέφτες, σπιούνους καί τραμπούκους τιμωρούσα.
Θωροΰσα τά καζάντια μας μέρα τη μέρα.
Όλο καί πλιό νά γίνουνται ντροπή καί σιχαμός.
Μές στά ποτάμια τή βρωμιά ξέπλενα καί τη λέρα,
Στά σκότια τά άφέγγαρα τής νύχτας σάν τρελός.
Ένιωθα - όσο μου τό νοϋ μαράζωνε ή πλήξη –
Πώς άπ' τού σπιτικού μου ξέκοβα τά πράματα.
Μέ τούς ανθρώπους γύρω μου είχα ξεσμίξει,
Καί στά βιβλία κρύφτηκα πίσω άπ' τά γράμματα.
“Απληστο γιά γνώση τό μυαλό, αράχνης μοιάζει,
Π' όλα τ' άδράχνει: Άκινησιά καί κίνηση.
Μ' άραγες ωφελεί ή εξυπνάδα όπου λιμνάζει;
Μη καί σέ όλα δέ λοχεύει ή άντίφαση;
Δεσμούς μέ φίλους έκοψα κι άποτραβήχτηκα.
Τής Αριάδνης ή κλωστή μιά κασκαρίκα,
«Νά ζεϊ κανείς ή νά μή ζεί» άναρωτήθηκα,
Όμως άπάντηση στό δίλημμα δέ βρήκα.
Μιά θάλασσα απλώνεται ή θλίψη πέρα ως πέρα.
Αντιστεκόμαστε μά τήν ομίχλη ψηλαφούμε.
Καί ψιλοκοσκινίζουμε θολό νερό κι αγέρα,
Σάν λύση μάταια στό γρίφο αναζητούμε.
"Ακόυσα τού γονιού μου τή φωνή πού μέ καλοΰσε.
Τήν ακολούθησα μά δισταγμοί μέ τυραγνούσαν.
Βουνό οί σύγχυσες πού κατά πάνω μέ τραβούσε,
Ένώ τής σάρκας τά φτερά στό χώμα μέ βυθούσαν.
Σέ κράμα άδύναμο άργόλιωνα μές στό καμίνι,
Κι ϊσα πού κρύωνε άποσκορποΰσε σάν τ' άλάτι.
Σάν άλλους αίμα έχυσα κ' εγώ κι όπως εκείνοι,
Στάθηκ' άμπόρετο στό γδικιωαό νά στρέψω πλάτη.
Μιά τελευταία άναλαμπίι πριν τό χαμό μου!
“Αχ Όφηλία! 'Άγουρο τό κορμί βά λιώσει...
Είμαι φονιάς και δέ λογάω πιά τόν εαυτό μου.
Καλύτερο άπ' αύτόν πού ’χω σκοτώσει.
Έγώ ειμ' ό Άμλετ, πού τ' άδικο άπεχΟανόμουν!
Πού διάρα δέν έδινα γιά τής Δανίας τό στέμμα!
Κι όμως μέ κατηγόρησαν γιά δόξα πώς κοφτόμουν.
Τού θρόνου τούς αντίζηλους πώς έπνιξα στό αιμα.
“Ω πόσο φέρνει ή έλλαμψη στίιν τρέλα αν θές!
Ό Θάνατος στάν κούνια μας λοξά κοιτάξει.
Κι όσο εμείς γυρεύουμε λύσεις άπατηλές,
Τό έρώτημα αθέατο σκληρά σαρκάζει.
|