Ο αυτόχειρας μένει στη ζωή ως βέρος ποιητής
Μα περισσότερο αυτός που φεύγει στον καιρό του
Σφαίρα στα είκοσι έξι του του ’κοψε τη ζωή
Κι ο άλλος θηλιά στο Ανγκλετέρ πέρασε στον λαιμό του.
Στα τριάντα τρία του έφυγε με δάκρυ ο Χριστός
(Ο ποιητής που ρίμα του είχε το «ου φονεύσεις»)
Τα καρφωμένα χέρια του δέχτηκε ο σταυρός
Για να μην κάνει θαύματα και να μη γράφει λέξεις.
Στα τριάντα επτά μου ξεμεθώ, με πιάνουν οι διαόλοι.
Σαν τώρα, να, μια σκοτεινιά μάς πλάκωσε εδώ πέρα:
Προκάλεσε τη μοίρα του ο Πούσκιν με πιστόλι
Κι ο Μαγιακόφσκι δώρισε στον κρόταφο μια σφαίρα.
Θα μείνουμε στα τριάντα επτά, στον μαγικό αριθμό
Ο πονηρός θεός ρωτά «μένουν αυτοί ή φεύγουν;».
Το ανάχωμα ξεπέρασαν ο Μπάιρον κι ο Ρεμπό
Μα, πες μου, πώς οι τωρινοί γλιστράνε και ξεφεύγουν;
Πάλι για αυτούς το φονικό θα πήρε αναβολή
Ο λόξυγκας της ταραχής, στα τριάντα τρία γεμάτα.
Ζορίστηκαν οι ποιητές στα τριάντα επτά, γκρίζαρε το μαλλί
Αφού αίμα δεν έτρεξε, πώς γίνεται να φύγουνε τα νιάτα;
Με το τρωτό της φτέρνας τους στη χάση μιας ζωής
Ισορροπούν οι ποιητές στου λεπιδιού την κόψη!
Ματώνουν τα κατάβαθα κάθε γυμνής ψυχής
Φορώντας πρόσωπο τρελό κι απόγνωση στην όψη.
Λυπάμαι τους μοιραίους αριθμούς της κάθε εποχής!
Σαν σε χαρέμι οι νιόφερτοι στον πρώιμο ερχομό τους
Μεγάλωσε στις μέρες μας το όριο της ζωής
Και μεταθέτουν συνεχώς τον πιθανό χαμό τους.
|