Γροθιά, γροθιά, ξανά γροθιά,
πάλι γροθιά και να
Ο Μπορίς Μπουντκέεφ (Κρασνοντάρ)
να με πολιορκεί.
Φεύγω από εδώ, φεύγω από εκεί,
στρίμωγμα στη γωνιά
Με στρώνει μ ένα απερκότ
στο ρινγκ φαρδύ-πλατύ.
Να σπάσει το σαγόνι μου θα ήθελε πολύ:
«Να ζεις είναι κάτι όμορφο και η ζωή καλή!»
Σε βάρος μου «επτά» μετρούν,
ουρλιάζουν οι οπαδοί.
Σηκώνομαι, παίρνω βαθμούς
ποινής, παραπατώ.
Μη σας μπερδεύω, για
το φινάλε κράτησα αντοχή
Από μικρός τον άνθρωπο στα
μούτρα δε χτυπώ.
Σκέπτεται τώρα ο μποξέρ, χτύπημα στα πλευρά:
«Έχει ζωή ο κόσμος μας, μα κι η ζωή χαρά!»
Σφυριές απ’ την κερκίδα μου:
Δώσ’ του, είναι δειλός!
Να, ο Μπουντκέεφ έρχεται,
ξαμόλα τα σχοινιά σου.
Μου ’χουν σφυρίξει,
ο Σιβηριανός είναι ανθεκτικός
Μουγκρίζω: αν κουράστηκες,
άχρηστε, ξεκουράσου!
Δεν άκουσε, ξεφύσησε να κλείσει την αυλαία
«Να ζεις είναι όμορφο πολύ και η ζωή ωραία!»
Δε σταματά να πολεμά, ακάματος,
τον όλεθρο μου δείχνει!
Ναι, τα γυρίζω μέσα μου.
Το μποξ είναι άθλημα, τέχνη και τα λοιπά.
Χτυπά, χτυπά, ξαναχτυπά,
μα ξαφνικά η εξάντληση τον ρίχνει.
Υψώνει ο ρέφερι το χέρι μου,
αυτό που τον αντίπαλο στα μούτρα δε χτυπά.
Στάθηκα όρθιος εγώ, κάτω αυτός και σκέφτομαι, τα πράγματα αλλάξανε μοιραία...
Όμορφη, λέω, η ζωή, αλλά για κάποιον, φαίνεται, ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΩΡΑΙΑ.
|