Μάθε, μου έλεγαν πολλοί, του κρασιού το ίαμα
Μια μπουκάλα άνοιξα, δίχως συντροφιά...
Από μέσα ξαφνικά πετάχτηκε ένα μίασμα
Κάτι σαν κροκόδειλος, σαν πράσινη οχιά!
Όταν πω εγώ να πιω, πίνω εις υγείαν σας
Μα θυμώνω σοβαρά με τα άνοστα αστεία σας!
Ένα τέρας πράσινο τρέχει στο δωμάτιο
Είδε και απόειδε σαν τα βρήκε σκούρα
Τον καπνό του άφησε, βγήκε απ’ το φρεάτιο
Πρόβαλε μια άξεστη αντρική φιγούρα!
Όταν πω εγώ να πιω, πίνω εις υγείαν σας
Μα θυμώνω σοβαρά με τα άνοστα αστεία σας!
Και τι δε θα του έκανα, λίγη ώρα να ’βρισκα
Θα φώναζα τους φύλακες, οι ρέγκες να τον κλαίν
Ξαφνικά θυμήθηκα τον παππού Χατάμπιτσα
Ευγενικά τον ρώτησα «φίλε, πώς σε λέν’;».
Όταν πω εγώ να πιω, πίνω εις υγείαν σας
Μα θυμώνω σοβαρά με τα άνοστα αστεία σας!
«Κάτι μου σκαρώνετε, σκέπτομαι καχύποπτα
Πρόσεξε τι θα μου πεις, ζόρι μην πουλάς
Κατακάθι του κρασιού, ναι, σε βλέπω ύποπτα
Πες μου ποιος σε έστειλε και τι κουβαλάς;»
Ο μουζίκος που χτυπά απαντά με ευγένεια:
«Μήτε κλέφτης μήτε κατάσκοπος, είμαι πνεύμα κάποιο
Και για το ελεύθερο - αν πολύ το θέλετε
Χτυπάω οποιονδήποτε, δυνατόν και δυο!»
Τότε εγώ κατάλαβα, ένα τζίνι έβγαλα
Είναι ικανότατο, μα δε θα καταπιώ.
«Η πρότασή σας με τιμά, γράψε ότι έσφαλα
Μα τα λέμε αργότερα, άσε με να πιω!
Ένα θαύμα ζήτησα σαν το καλοσκέφτηκα:
Λαμπρό παλάτι ύψωσε ώς τον ουρανό!»
«Δυστυχώς για θαύματα εγώ δεν εκπαιδεύτηκα
Για γρονθοκοπήματα με βλέπω ικανό!».
«Ψεύτη κι επιτήδειε», του φωνάζω έντονα.
Αυτός από φιλότιμο μου ρίχνει μια στη μύτη.
Και στους μπάτσους που καλώ περιγράφω έντρομα
«Με σκοτώνουν άνανδρα στο ίδιό μου το σπίτι!».
Τζίνι κι αστυνομικοί, όπως αναμένατε, σημειώστε δύο!
Δεν έφερε αντίσταση και το φέραν τούμπα.
Γύρισαν τα χέρια του, πού είναι το θηρίο;
Το πέταξαν σαν το σακί μες στη μαύρη κλούβα.
...Το κρασί το ξέχασα. Μα μου φέρνει ζάλη
Αν όντως εξαπόστειλα τον εξαποδώ!
Κάλλιο, λέω, στη στενή απ’ το στενό μπουκάλι
Αν πυγμάχος θα μας βγει, θα πάω να τον δω!
|