Μες στις Ινδίες ζούσανε
απ’ την παλιά εποχή
Άγριοι ελέφαντες,
όλοι με χρώμα γκρίζο
Στη ζούγκλα περιφέρονταν χωρίς αποστολή
Ο ένας ήταν κάτασπρος, για εξαίρεση νομίζω.
Με την ξύπνια του ματιά είχε ξεχωρίσει
Τον έδειχνε καλάγαθο η ίδιά του η φύση
Στο κοπάδι έβγαινε με άσπρο φανελάκι
Σε γκρίζο φόντο έβλεπες και το λευκό κοράκι.
Ο Ινδός τους κύριος
θαρρώ από σεβασμό
Δώρο τον ελέφαντα
μου κάνει τον λευκό
Διαβάζοντας την έκπληξη στα μάτια μου βαθιά
«Εχει», μου λέει, «ο ελέφαντας τεράστια καρδιά...»
Ο ελέφας υποκλίθηκε, κλίνω κι εγώ το γόνυ
Στα μάτια κοιταχτήκαμε. Απλή, όμορφη, φίνα
Σπάνια είχε ευγένεια που άγριους μερώνει
Αφού εν τέλει ήτανε λευκή ελεφάντινα.
Και φαινόμουν δυνατός
στου ελέφαντα τη ράχη
Ζούσα που λέτε σ’ όνειρο,
στη μαγεμένη χώρα
Εδώ, εκεί, παντού και πού δεν πήγαμε μαζί!
Κι από στενά αξεπέραστα περνούσαμε ακόμα.
Από μπαλκόνια πέρασμα είχαμε τακτικό
Για τις καντάδες δε μας έφτανε ο χρόνος...
Εεσήκωναν τις κοπελιές. Ξέχασα να σας πω
Πως ο ελέφας ήτανε και φοβερός τενόρος.
Χωρίς πυξίδα βγήκαμε
σεργιάνι μες στον κάμπο
Ηταν η χώρα απέραντη
σ’ αυτόν τον πηγαιμό
Μεθούσαμε αδιόρθωτοι από σιρόπι μάνγκο
Να φτάσουμε, ήταν γραφτό, στον Γάγγη ποταμό.
Στην όχθη αποκοιμήθηκα με όνειρα αγάπης
Μέχρι στα έγκατα του νου καρφώθηκε μια σφήνα
Συνέβη αυτό που για καιρό μού βγαίνει εφιάλτης
Λευκό κοπάδι αντάμωσε και πάει η ελεφάντινα...
Έπεσα στην κατάθλιψη,
τα είχα βάψει σκούρα!
Ο Ινδός αφέντης κράτησε
το φως μου αναμμένο
Μου έστειλε για σουβενίρ μία λευκή φιγούρα
Ατόφιο ελεφαντόδοντο, με τέχνη σμιλεμένο.
Λένε επτά ελέφαντες έχουνε άλλη κράση
Πως γίνονται αντίδοτο στην κάθε ατυχία...
Ας ζει με το κοπάδι της μες στα δικά της δάση
Κι ας μη μου φέρνει τη λευκή εμένα ευτυχία!
|