Με την αστεία φόρμα μου γελώ
Παράταιρος, άνευ λόγου και αιτίας:
Μύτες στραβές, χαμόγελα ώς τ’ αφτιά
Σαν σε καρναβάλι ζω της Βενετίας.
Με σφίγγουν στον κυκλωτικό χορό
Με επαινούν, με παρασέρνουν λάσκα
Μπορεί στο πρόσωπό μου το κανονικό
Ν’ αντίκρισαν την πιο αστεία μάσκα.
Γύρω φωτιές πανηγυριού και κομφετί
Κάτι πάει στραβά και κάτι δε μου πάει
Δεν έχω τακτ, ρυθμό, μου λένε συνεχώς
Το πόδι αυτό της ντάμας μου πατάει.
Εδώ που ήρθα, είπα, θα προσποιηθώ
Κι ας σκέφτηκα απ’ την αρχή να κάνω πίσω
Φρονώ κάτω απ’ τις μάσκες των θεριών
Ανθρώπινες μορφές να συναντήσω.
Όλοι αυτοί φοράνε μάσκες και μαλλιά
Κάθε επίδειξη, κατανοώ, είναι της πλάκας
Ο αρλεκίνος, ο δήμιος, ο γελωτοποιός
Ο ένας στους τρεις που δείχνει βλάκας.
Ετούτος έφτιαξε ένα πρόσωπο καλό
Ο άλλος πάλι καταφέρνει να το κρύψει
Κοίταξε αυτός τη μούρη-μάσκα του φορά
Γιατί καμιά διαφορά δε θέλει ν’ αποδείξει.
Γελώντας μπαίνω στον ανεκδιήγητο χορό
Μα από μια σκέψη μου με πιάνει ζάλη
Τη μάσκα του δημίου μου κοιτώ, φοβάμαι
Μη συνηθίσει και δε θέλει να τη βγάλει.
Σαν πέσουν οι μάσκες άραγε τι θα φανεί;
Ποιο ντόμπρο πρόσωπο μπορεί να κοκκινίσει;
Αυτάρεσκα θα δεις ο αρλεκίνος να περνά
Κι ο βλάκας το βλακώδες ύφος θα κρατήσει.
Ποιος τίμιος, ποιος απ’ όλους συνετός
Για ποιου χαρίσματα απλά κι αγνά μιλάνε;
Στο πέτρινό τους πρόσωπο οι ασφαλείς
Έχουν προβλέψει όλοι μάσκες να φοράνε.
Στα μυστικά της προσωπίδας σας θα μπω
Είπα εξαρχής εμένα δε με ρίχνετε στο λούκι
Καταλαβαίνω οι μάσκες σάς φυλάν’ απ’ το κακό
Το πρόσωπό σας απ’ το φτύσιμο ή το χαστούκι.
|