Κάτι άλλαξε κι ας φαίνονται σαν πριν
Γαλάζιος ουρανός, άπατα δάση
Ο ίδιος άνεμος, τα διάφανα νερά
Μόνο που αυτός δε γύρισε απ’ τη μάχη.
Τώρα που σκέφτομαι αρχίζω ν’ απορώ
Το δίκιο στους καβγάδες μας ποιος να ’χει
Πως δεν τον χόρτασα το ’νιωσα ξαφνικά
Όταν αυτός δε γύρισε απ’ τη μάχη.
Κουβέντα άλλαζε ή θα ’ταν σιωπηλός
Πώς το ποτήρι να κρατά δεν είχε μάθει
Τον ύπνο μου έπαιρνε το χάραμα ορθός
Μόνο που χθες δε γύρισε απ’ τη μάχη.
Δεν κάνω λόγο για τ’ απλήρωτο κενό
Ήμασταν δυο κι ο ένας δεν υπάρχει
Όπως το φύσημα που σβήνει το κερί
Έτσι κι αυτός δε γύρισε απ’ τη μάχη.
Μέθυσε η άνοιξη σε μαγικό κλοιό
Ξεχάστηκα σαν να ’μασταν μονάχοι.
Τσιγάρο, φίλε; Για απάντηση σιωπή
Εχθές αυτός δε γύρισε απ’ τη μάχη.
Δε σκεπάζει το χώμα, οι ήρωες ζουν
Οι νεκροί μας φρουροί αγρυπνούνε
Σπάει ο ήλιος κομμάτια τον ουρανό
Και τα δέντρα δροσάτα ξυπνούνε.
Μας χωρούσε ο τόπος, μας έφτανε η γη
Ο καιρός να μας πάει όπου λάχει
Τώρα όνειρα αυτά, μα μου φαίνεται πως
Είμαι εγώ που δε γύρισα απ’ τη μάχη.
|