Τον εαυτό μου έπεισα: να γράφω σταματώ
Μα δε μου επιτρέπεται, το χέρι δε μ αφήνει.
Ωχ, μάνα, ωχ, φίλοι μου καλοί!
Αλληθωρίζω σαν κοιτώ
Όχι δεν ονειρεύομαι
Πλάι μου ήσυχοι μα ανίατοι τρελοί.
Κοίτα τριγύρω σου, άβουλοι άρρωστοι
Ακίνδυνοι και βρόμικοι
Με ξύλο πάνω τους ξεσπούν.
Συχνά τους κόβουν το ψωμί
Χωρίς μανδύα περπατούν
Κι ό, τι για μένα έρχεται εκείνοι το μασούν.
Τον Ντοστογιέφσκι συναντάς απρόσμενα εδώ
Μέσα απ’ τις Σημειώσεις του
Χτυπάνε οι φύλακες εκεί στην πόρτα στο κεφάλι!
Κι άντε στον Γκόγκολ τι να πω;
Πως ζούμε βίο άξεστο;
Δώσε, Θεέ μου, να μη δει το ύστερό μας χάλι.
Γίναν’ βουνά τα βάσανα, μαζί τους θα διαβώ!
Ξυπνάει η σκύλα μέσα τους
Ικέτης στην κουκέτα μου
Θεέ μου, πού θα πάει;
Σκούζει απ’ τον θάλαμο επτά,
«Μου δίνεις την Αμέρικα», τους φύλακες χτυπάει.
Λάτρευα την υγεία μου, της λογικής τη δόξα
Και νιώθω ακόμα υγιής
Μες στη δική τους λόξα
Όμως αυτή η αρχίατρος με πάει παραπέρα
Φωνάζω «πάει τρελαίνομαι»
Κι αυτή μου λέει «καρτέρα»!
Έμεινα στο περίμενε, αλλά πολύ το νιώθω
Στην κόψη λάμας περπατώ
Ξέχασα το αλφάβητο
Με πτώσεις μόνο δυο μπορώ να παίξω
Εκλιπαρώ τους φίλους μου «πάρτε με απ’ εδώ»
Εμένα, ...εγώ ή κι ...εαυτόν, βγάλτε με τώρα έξω!
|