Αγαπούσα τις γυναίκες και την τρέλα
Κάθε τόσο άλλαζα φωλιές
Και γινόταν σούσουρο για μένα
Για έρωτες, αγάπες, αγκαλιές.
Κάποτε συμβαίνει μες στον δρόμο
Φόντο η θάλασσα, αστεία δε χωρά
Θα υπακούσεις στης καρδιάς τον νόμο
«σου ’φεξε» ακόμη μια φορά!
Ήταν η απίθανη της φύση
Το φιδίσιο, άπαιχτο κορμί!
Αλλά αμφίβολο τ’ αλισβερίσι
Με μονίμως τσέπη αδειανή.
Δακτυλίδι ...και τη «χείρα κίνει»
Ένα άρωμα, μια βόλτα για ποτό
Αμφιβάλω για το δόσιμο από εκείνη
Το αντάλλαγμα για εκείνο ή γι’ αυτό!
Βάσια, ό, τι έχω σου το δίνω
Είπε με τα μάτια της κλειστά
Με ρούβλια εκατό τον έρωτα σου κλείνω
Παραπάνω; Μ’ έναν φίλο από μισά!
Τι είπα και μουλάρωσε η γυναίκα;
Τσινάει σαν άλογο, μοιάζει απειλή
Μούτρωσε κι έστριψε η κοκέτα
Δεν ανέχθηκε την προσβολή.
Πάει μήνας, σαν να το ’χουμε χωνέψει
Πάνω στον μήνα να την πάλι αυτήν
Φαίνεται πως έκανε άλλη σκέψη
Κι είδε πως συμφέρει η τιμή!
|