Μήτε σταλιά μήτε πενιά Όλο το βράδυ δεν είπα λέξη, δεν είπα λέξη. Αυτήν κοιτούσα σαν παιδί Μα αυτός που τα είχανε μαζί Πώς να μ αντέξει; Φύγε, μου είπε, γι’ άλλον ζει δε θα σου φέξει. Αυτός που τα ’χανε μαζί με φοβερίζει, μ’ απειλεί. Όπως θυμάμαι, καλά θυμάμαι. Εγώ δεν είχα πιει κρασί, τραγούδι μου δεν είχα πει. Κι όταν σηκώθηκα, αυτή άλλαξε χρώμα Μη φεύγεις, γύρισε να πει Είναι νωρίς ακόμα! Αυτός που τα ’χανε μαζί εμένα δε με λησμονεί. Με περιμένει, με περιμένει Πιάνει καρτέρι στη γωνιά Ένας εγώ, οκτώ αυτοί, είναι στημένοι. «Ρε, γάμησέ τα, τα μουνιά» Ο φίλος δίκαια αγωνιά πως δε μας παίρνει. Κάτω η γη, πάνω ουρανός, δεν είμαι εύκολος εχθρός. «Προφυλαχθείτε, προφυλαχθείτε», τους φώναξα όπως ο τρελός Που φως στο μέσο της νυκτός ποτέ δε βλέπει. «Εύκολα δε θα σας δοθώ. Εγώ είμαι ο πρώτος που χτυπώ γιατί έτσι πρέπει». Αυτός που τα ’χανε μαζί στον χάρο είχε ορκιστεί Όχι για πλάκα, όχι για πλάκα. Ο φίλος βγάζει μια στριγκλιά, μα ήτανε πολύ αργά. Είδε λεπίδι των δειλών. Στην πλάτη τρώω μαχαιριά μέσα στα χνώτα των πολλών Περίσσευε η παλικαριά. Για οχτώ δεινά, ευθύνη μία, στης φυλακής την κλινική. Εκεί με ’ρίζαν, εκεί με ’ρίζαν Ετοιμοθάνατο, νεκρό για να κυλιέμαι. Πάνω μου έσκυψε γιατρός - Δείξε πως είσαι δυνατός, μου είπε κι άναψε ένα φως. Κι έτσι κρατιέμαι. Ήρθε μετά κι ο χωρισμός, δε με περίμενε ασφαλώς. Τη συγχωράω, τη συγχωράω Ό, τι κι αν μου ’κανε αυτή Κι αν είμαι τώρα φυλακή το ξεπερνάω Είναι ένας νόμος στη ζωή. Μα αυτόν που τα ’χανε μαζί δεν τον ξεχνάω. Μοιραίος μας ο χωρισμός, δε με περίμενε ασφαλώς Κι άλλαξε σπίτι, θα την αφήσω Μα αυτόν που τα ’χανε μαζί Κάποιο βραδάκι ή πρωί θα συναντήσω.
© Γιάννης Κωστακόπουλος. Μετάφραση, 2019