Στον ύπνο μου κίτρινες φωτιές
Αγκομαχώ στα όνειρά μου
Σοφότερος βγαίνω την αυγή!
Πρωί τη βρίσκω τη χαρά μου
Αλλά κι εκείνο το πρωί
Πίσω μου θέλω να τ’ αφήσω
Αφού καπνίζω νηστικός
Και πίνω για να ξεμεθύσω.
Το καπηλειό είναι μουντό
Στρωμένες κάτασπρες πετσέτες
Παράδεισος για τον φτωχό.
Απ’ του κλουβιού μου τη στενή
Κοιτώ στον σκοτεινό ναό.
Διάκοι καπνίζουν το λιβάνι
Στην εκκλησιά σας δεν μπορώ.
Όχι! Και στην εκκλησιά θεός δε βλέπει
Λέω να τρέξω στα βουνά
Κι εκεί μια φρεναπάτη.
Να ξεπερνώ τις βυσσινιές
Στην κορφή στέκει η ελάτη
Αν βγει ο ξέπλεκος κισσός
Μπορεί να γίνει οδηγός
Αλλά κάτι γίνεται και δεν επιτρέπει...
Τίποτε. Τίποτε δεν είναι όπως πρέπει!
Γραμμές στη Γη οι ποταμοί
Φως και σκοτεινιά, τίποτε θείο!
Απέραντο του σιταριού πεδίο
Μεγάλες οι κατηφοριές.
Οι μάγισσες κάνουνε γιούρια
Στο τέλος της διαδρομής
Άροτρα βλέπεις και τσεκούρια.
Κάπου τα άλογα πιάνουν ρυθμό
Χορεύουν άκεφα, νωχελικά
Δεν είναι οι δρόμοι ομαλοί
Πιότερο στο τέρμα
Στην εκκλησιά, στο καπηλειό
Ο θεός δε βλέπει
Όχι, φίλοι μου καλοί, τίποτε το θεϊκό.
Δεν είναι αυτό που πρέπει.
|