Σε δασοφωλιά
Χαλαρά πολύ
Ανεπαίσθητα
Λέξεις άφησα.
Απαρνήθηκα την πραμάτεια μου
Παράλογα τραγούδησα
«Πόσο σας αγάπησα
Μαύρα μάτια μου...»
Όσοι τρόμαξαν
πίσω γύρισαν.
Στον βάλτο τ’
άλογα αγρίεψαν.
Λάσπη έφαγα στον
λαιμό ίσαμε
Βότκα κι ούρλιαζα,
ξεκινήσαμε:
«Μαύρα μάτια μου!
Πόσο σας αγάπησα...»
Αλλά τέλειωσα
Είσαι στο κεφάλι μου.
Μες στο θυμικό μου
Σαν ταράχθηκα
Και ζαλίστηκα
τρέλα σφύριζε στο μυαλό μου.
Στο δασόφρακτο δε μου επέτρεψαν
Και τ’ άλογα τα αφτιά πίσω έστρεψαν.
Τ’ άγια νάματα κρύβουν φρόκαλα!
Αχινοί με τσιμπούν ως τα κόκαλα.
Ριζο-στήριγμα
Αδελφέ, το εισιτήριο!
Για πού το ’βαλές;
Πισωγύρισμα; Απομόνωση!
Η βροχή δηλητήριο.
Γιατί, αδέλφι μου;
Τόσο κακό.
Ο λύκος έπεσε σε απόγνωση.
Μεθυσμένος, τρελός, τα μάτια έχασα!
Φριχτός δήμιος που ποτέ δεν ξεπέρασα
Από την τύχη μου να τραβώ το ασσόδυο
Είσαι νεκρός, αν δεν έχεις άσσο εφόδιο!
Λύκοι μ έζωσαν
Ζω τον πόνο τους
Στα κομμάτια μου.
Τρέμουν τ’ άλογα
Απ’ τον φόβο τους
Σπάζω τη σιωπή με κραυγή
«Μαύρα μάτια μου...»
Ρόγχοι, κλαγγές ιπποτών, πού είναι η δόξα σας;
Αφήνουν ντέφια στη Γη, πιάνουν τα τόξα τους.
Αχ, άλογά μου, σας χάνω σε δόλιους καιρούς
κουβαλιέστε με αγάπες, κουβαλιέστε με εχθρούς!
...Στο κυνηγητό αυτό
Ο λυκίσκος μάρανε.
Το απότομο βουνό
Με νιφάδες στρώσανε.
Κορυφογραμμή
Οι στριγκιές μου στον λαιμό
Ναι, εκεί σκαλώσανε.
|