Σε μια βόλτα μου εδώ στην πρωτεύουσα
Τύχαία δύο πεζούς παρασέρνω
Στο Τμήμα καταλήγω γι’ αυτό το ατύχημα
Μπροστά μου τη βλέπω αυτήν και πεθαίνω,
Δεν ξέρω, αυτή εκεί τι να γύρευε
Διαβατήριο υποθέτω πήγε να βγάλει
Μικρούλα, πανέμορφη, κάτασπρη...
Η απόφαση να το ψάξω μεγάλη.
Την ακολούθησα ώς την εξώπορτα
Πως είμαι αλήτης δε θα αρνηθώ...
Μέθυσα, για να καλέσω μια άγνωστη
Σε εστιατόριο, σε τραίνου σταθμό.
Οι περαστικοί τής σκορπούσαν χαμόγελα
Κόντρα μέσα μου μια κραυγή δε μ’ αφήνει!
Κάποιου ανθρώπου σπάζω το πρόσωπο
Με γροθιές, γιατί το μάτι της κλείνει.
Το μπρικ στο ψωμάκι της άπλωνα
Ρέει χρήμα σαν ποτάμι και βάλε
Τα τραγούδια για εκείνη παρήγγειλα!
Παίξαν κι οι «Γερανοί» στο φινάλε.
Ώς τα χαράματα υποσχέσεις της έδινα
Έλεγα και ξανάλεγα γι’ αυτή πάλι κάτι
«Πέντε μέρες για κανέναν δε νοιάστηκα.
Κεραυνοβόλος έρωτας για μένα αγάπη!».
Της είπα τη ζωή μου πως έχασα
Μπουκωμένος και το κλάμα σεκόντο
«Σε πιστεύω», αυτή μου απάντησε
«Θα με πάρεις», μου λέει, «με σκόντο».
Χτυπώ αυτό τ’ ασπροπούλι μου
Καυτό πετάγεται αίμα
Κατάλαβα τότε στο Τμήμα τι έκανε
Η αγάπη απ’ το πρώτο μου βλέμμα...
|